ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ – ΠΟΙΜΕΝΙΚΟΣ ΒΙΟΣ
Το κλίμα, η χλωρίδα και το ανάγλυφο του ελληνικού χώρου ευνόησαν την κτηνοτροφική δραστηριότητα, η οποία αφορά, κυρίως, τα αιγοπρόβατα. H κτηνοτροφία αποτελούσε μια από τις κύριες απασχολήσεις των κατοίκων της παραδοσιακής κοινωνίας της Μεσσηνίας. Ιδιαίτερα διαδεδομένη ήταν στην οικόσιτη μορφή της, καθώς εξασφάλιζε το μαλλί, το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα στα νοικοκυριά.
Το όνομα του βοσκού είναι τσοπάνης και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ονομάζεται προβατάρης και γιδάρης, ανάλογα με το κοπάδι του. Ο τσοπάνης φορά μια βαλτοσούκα, δηλαδή κάπα κόζινι / μάλλινη, και διαθέτει γκλίτσα και φλογέρα. Τον χειμώνα οι τσοπάνηδες κατέβαιναν σε πιο ζεστά μέρη, στα πεδινά, νοικιάζοντας μεγάλα κτήματα, τα οποία ξεπλήρωναν με τουλουμοτύρι και μαλλί, ενώ την άνοιξη ανηφόριζαν στις βουνοπλαγιές, όπου έχτιζαν πρόχειρες καλύβες και μαντριά. Μεγάλο γεγονός για τους τσοπάνηδες ήταν η κουρά (το κούρεμα) των προβάτων, στην αρχή του καλοκαιριού, το οποίο έφερνε κέρδος με την πώληση του μαλλιού.
Τα πρόβατα, ανάλογα με το χρώμα των μαλλιών, ονομάζονται: λευκά, λάγια (μαύρα) και καψαλά (όταν έχουν μαύρο και άσπρο μαλλί). Οι αίγες ονομάζονται άσπρα, κόρμπα (μαύρες τρίχες) και ρούσα (κόκκινες τρίχες). Πέραν των γιδοπροβάτων εκτρέφονταν και άλλα ζώα όπως βοοειδή, χοίροι, κότες/ όρνιθες και γαλοπούλες/ ινδιάνοι.
Κτηνοτροφικά οικήματα στέγαζαν τα κοπάδια και τις κτηνοτροφικές εργασίες όπως το μαντρί, περιφραγμένος ορθογώνιος χώρος για τα γίδια χτισμένος με απλή αργολιθοδομή, η στρούγκα, κλειστός χώρος όπου σταβλίζεται το κοπάδι και γίνεται το άρμεγμα των αιγοπροβάτων, το κοτέτσι / ορνιθώνας, το μέρος που κουρνιάζουν οι κότες, κοκόρια και γαλοπούλες, το χοιροστάσι / κουμάσι, στεγασμένος χώρος χοίρων, και το τυροκομείο, οίκημα για την παρασκευή τυροκομικών προϊόντων. Σε μερικές περιπτώσεις υπάρχουν και βοηθητικοί χώροι για την φύλαξη των εργαλείων και των τυριών.