Σύκο

Η συκιά είναι ένα φυλλοβόλο οπωροφόρο δέντρο, αυτοφυές σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, με ίσιο κορμό και μεγάλα χοντρά φύλλα. Καλλιεργείται συστηματικά για τους εδώδιμους καρπούς του. Το σύκο είναι μέτριου μεγέθους πρασινοκίτρινος ή μωβ αχλαδόμορφος καρπός με γλυκιά σάρκα και καταναλώνονται ξερά ή νωπά. Τα σύκα είναι πλούσια σε υδατάνθρακες και ουσιαστική πηγή ενέργειας για τον ανθρώπινο οργανισμό χάρη στην υψηλή περιεκτικότητά τους σε ασβέστιο, φώσφορο και σίδηρο καθώς και σε φυτικές ίνες.
Σύκο αναλυτικές πληροφορίες
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
Η συκιά είναι ένα φυλλοβόλο οπωροφόρο δέντρο, αυτοφυές σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, με ίσιο κορμό και μεγάλα χοντρά φύλλα. Καλλιεργείται συστηματικά για τους εδώδιμους καρπούς του. Το σύκο είναι μέτριου μεγέθους πρασινοκίτρινος ή μωβ αχλαδόμορφος καρπός με γλυκιά σάρκα και καταναλώνονται ξερά ή νωπά. Τα σύκα είναι πλούσια σε υδατάνθρακες και ουσιαστική πηγή ενέργειας για τον ανθρώπινο οργανισμό χάρη στην υψηλή περιεκτικότητά τους σε ασβέστιο, φώσφορο και σίδηρο καθώς και σε φυτικές ίνες. Το σύκο, επίσης, περιέχει σημαντικές ποσότητες σε αντιοξειδωτικές ουσίες, όπως η λουτεΐνη και η ζεαξανθίνη, με πιθανές ευεργετικές ιδιότητες στην όραση.

Στη Μεσσηνία υπάρχουν πολλές εκλεκτές ποικιλίες, γνωστές διεθνώς για την ποιότητά τους, όπως:

Καλαμών / Αρμαθοσυκιά / Τσαπελοσυκιά / Μεσσηνιακή: Η πλέον διαδεδομένη καλλιέργεια και ποικιλία συκιάς της Μεσσηνίας. Η ποικιλία Καλαμών ονομάζεται και αρμαθοσυκιά ή τσαπελοσυκιά γιατί από αυτή παράγονται και διατίθενται στην αγορά τα αποξηραμένα σύκα σε μορφή τσαπέλων ή αρμαθιών. Είναι μονόφορη, δηλαδή έχει μια μόνο καρποφορία το χρόνο και ωριμάζει από τις αρχές Αυγούστου μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου.

Σμυρναϊκή / τύπου Σμύρνης: Το 1908 η Ελληνική κυβέρνηση παραλαμβάνει χιλιάδες μοσχεύματα από τη Σμύρνη που είχαν εξαχθεί παράνομα αφού απαγορεύονταν οι εξαγωγές από τους Τούρκους.
Από αυτά 100.000 διανέμονται στους αγρότες της Μεσσηνίας και έτσι αναπτύσσεται η καλλιέργεια της συκιάς στην περιοχή. Πρόκειται για περιορισμένη παραγωγή με σύκα πιο μεγάλα και πιο γλυκά από την Καλαμών.

Ασπροσυκιά: Τα σύκα της έχουν πολύ ανοιχτό πράσινο χρώμα και ωριμάζουν μετά τις 20 Ιουλίου και μέχρι τις αρχές Αυγούστου.

Μαυροσυκιά: Τα σύκα της είναι μαύρα και ωριμάζουν την ίδια περίοδο με της ασπροσυκιάς.

Βασιλική / Βασιλοσυκιά: Τα σύκα της είναι μωβ και ωριμάζουν από τις 20 Ιουλίου έως τις αρχές Αυγούστου.
Τα ασπρόσυκα, τα μαυρόσυκα και βασιλόσυκα διατιθενται στην αγορά μόνο νωπά/ φρέσκα και όχι αποξηραμένα και ονομάζονται μπρίσκουλα ή φαγουλάρικα. Οι καλλιέργειες τους είναι περιορισμένες.

Η παραγωγή του σύκου απασχολεί στη Μεσσηνία 5.000 άτομα και η επεξεργασία και η τυποποίησή του γίνεται κάτω από τις πιο κατάλληλες προδιαγραφές τεχνολογίας και υγιεινής. Η καλλιέργειά του διαρκεί 7 μήνες (από τον Απρίλιο μέχρι τον Οκτώβριο) ενώ η συγκομιδή του γίνεται από τον Αύγουστο μέχρι τον Οκτώβριο. Η ετήσια παραγωγή στη Μεσσηνία φθάνει σήμερα τους 4.000 τόνους περίπου.
Επεξεργασμένα προϊόντα θεωρούνται το γλυκό σύκο και το αποξηραμένο σύκο, το οποίο παράγεται σύμφωνα με την παραδοσιακή τεχνική αποξήρανσης και εξάγεται σε ΗΠΑ, ο Καναδά, η Αυστραλία και η Ευρώπη. Ένα τοπικό γλυκό από ξερά σύκα, μούστο, καρύδι, κανέλα και γαρίφαλο, το οποίο ονομάζεται συκομαϊδα, αποτελεί εξαιρετικό μεζέ για το ούζο. Η γιορτή του σύκου πραγματοποιείται κάθε Αύγουστο στο Πολύλοφο Μεσσηνίας.
Ιστορική αναδρομή
Το σύκο είναι βασικό συστατικό της ανθρώπινης διατροφής τουλάχιστον για 3.000 χρόνια. Για τους αρχαίους πολιτισμούς της Μεσογείου αποτελούσε είδος πρώτης ανάγκης και αναπόσπαστο μέρος του διαιτολογίου τους, σε σημείο που αντικαθιστούσε το ψωμί.

Υπήρξε πολυαγαπημένο φρούτο και βασικό στοιχείο της ελληνικής διατροφής από τα αρχαία χρόνια. Συνιστούσε την κύρια τροφή των αθλητών στους Ολυμπιακούς αγώνες και συνδεόταν με τη λατρεία του Διονύσου, της Δήμητρας και των Πυθαγορείων. Το σύκο συμβόλιζε την ευημερία, τη γονιμότητα, τη γνώση, την ενότητα και την αθανασία. Στην Αρχαία Αθήνα τα σύκα ήταν πρώτα στις προτιμήσεις και στην καλλιέργεια. Τα βασιλικά σύκα της Αττικής ήταν ονομαστά. Η εξαγωγή τους απαγορευόταν αυστηρά και υπήρχε τιμωρία σε όποιον τα εξήγαγε παράνομα. Αυτός ο οποίος κατήγγειλε ένα τέτοιο παραβάτη έπαιρνε αμοιβή και ονομαζόταν συκοφάντης. Ο όρος αυτός στη σημερινή εποχή χρησιμοποιείται με αρνητική χρήση.

Στη Μεσσηνία, η συκιά άρχισε να καλλιεργείται συστηματικά μετά τη σταφιδική κρίση και αποτέλεσε μια από τις κύριες πηγές προσπορισμού εισοδήματος για το νομό, ιδιαίτερα τον 19ο αι. και τον 20ο αι. Το 1911, η Μεσσηνία είχε τις περισσότερες συκιές σε όλη την Πελοπόννησο. Πλούσιες παραγωγές σύκων αναπτύχθηκαν αρχικά στην επαρχία Μεσσήνης και έπειτα στις επαρχίες Καλαμών, Πυλίας και Τριφυλίας. Σε εθνικό επίπεδο, οργανωμένες προσπάθειες ξεκινούν ουσιαστικά το έτος 1929, όταν με νομοθετικό διάταγμα ιδρύθηκε από το κράτος το "Γραφείο Προστασίας Ελληνικών Σύκων". Σκοπός ίδρυσης του γραφείου αυτού εκείνη την εποχή, ήταν η μελέτη και επιμέλεια της εφαρμογής επιστημονικών μέσων, με σκοπό την ανάπτυξη της παραγωγής ξηρών σύκων. Με νέο νόμο του 1934, δόθηκαν στο γραφείο ευρύτερες αρμοδιότητες , οι οποίες το συνέδεσαν στενότερα και με την παραγωγική διαδικασία των ξηρών σύκων. Την εποχή εκείνη ιδρύθηκαν και τα πρώτα έξι κρατικά αποστειρωτήρια.

Το παραδοσιακό αυτό προϊόν αποτέλεσε ένα από τα κύρια εξαγωγικά αγαθά, μαζί με το λάδι και τη σταφίδα, μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, σε χώρες όπως η Γερμανία, η Αυστροουγγαρία, η Ρωσία κ.α. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος θα πλήξει σημαντικά το μεσσηνιακό εμπόριο, το οποίο θα ανακάμψει μετά τον Μεσοπόλεμο. Μετά από αυτή την περίοδο, οι περισσότερες εξαγωγές σύκων προωθούνταν στις αγορές της Ιταλίας, της Γερμανίας και των ΗΠΑ. Λίγο πριν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο θα δημιουργηθούν στη Μεσσηνία δύο ανώνυμες εταιρίες και πλήθος ντόπιων εμπόρων, που ασχολούνται με τη διακίνηση του πρώτου εξαγώγιμου προϊόντος. Από τη δεκαετία του 1950, η ζήτηση σύκων θα μειωθεί με αποτέλεσμα η καλλιέργεια της συκιάς να αντικαθίσταται από αυτήν της ελιάς. Ωστόσο, δεν είναι μικρή η σύγχρονη τοπική παραγωγή των σύκων, δεδομένου ότι στο συνεταιρισμό Συκική, Οργάνωση Παραγωγών Ξηρών Σύκων της Πελοποννήσου, τα μέλη-παραγωγοί φτάνουν τις 3.700. Η εμφάνιση της "ΣΥΚΙΚΗΣ" γίνεται το 1935, όταν έχουμε την ίδρυσή της από ενώσεις και συνεταιρισμούς παραγωγών σύκων της Μεσσηνίας και της Λακωνίας. Το 1952 διαλύεται το "Γραφείο Προστασίας Ελληνικών Σύκων" και ολόκληρη η περιουσία του περιέρχεται στη "ΣΥΚΙΚΗ", που με αφετηρία το έτος εκείνο ξεκινά την πορεία της, η οποία συνεχίζεται με επιτυχία έως σήμερα πλέον ως Κλαδικός Αγροτικός Συνεταιρισμός.
Εργασίες και πολλαπλασιασμός
Η συκιά είναι ένα ανθεκτικό φυτό. Αντέχει πολύ το ψύχος σε σχέση με τη ελιά.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
Η συκιά είναι ένα ανθεκτικό φυτό. Αντέχει πολύ το ψύχος σε σχέση με τη ελιά. Εντοπίζεται σε ορεινές περιοχές με υψόμετρο 650μ. Καλλιεργείται, κυρίως, σε εδάφη αργιλικά, αργιλό-αμμώδη και μικρής περιεκτικότητας σε ασβέστιο. Στα εδάφη αυτά η ποιότητα των σύκων είναι καλύτερη. Επίσης, υπάρχει σε πολύ υγρά και αμμώδη εδάφη. Στις πεδινές εκτάσεις οι παραγωγές είναι μεγάλες, αλλά όχι καλή ποιότητας. Περιοχές με παραγωγή ανωτερης ποιότητας σύκων η Λευκοχώρα, το Μάνεση και ο Πολύλοφος.

Οι παραδοσιακές εργασίες παραγωγής σύκου είναι αναλλοίωτες μέσα στον χρόνο και περιλαμβάνουν την επικονίαση ή ερινεασμός, τις εργασίες πριν τη συκοπαραγωγή και τη συγκομιδή. Αναπόσπαστο μέρος της καλλιέργειας της συκιάς είναι η διαδικασία του πολλαπλασιασμού με τις ακόλουθες μεθόδους:

Μοσχεύματα: Τον Φεβρουάριο κόβουν κομμάτια 0,50μ. από ώριμους βλαστούς του προηγούμενου χρόνου (χρονιάρικους) και τα φυτεύουν σε μια άκρη του χωραφιού ή σε ένα ντενεκέ. Τα μοσχεύματα βγάζουν ρίζες και βλαστούς και έτσι ‘πιάνουν’ πιο εύκολα. Μετά από ένα χρόνο, από Φεβρουάριο έως Απρίλιο, γίνεται η μεταφύτευση των νέων δέντρων στο χωράφι.

Παραφυάδες: Στη ρίζα κάθε δέντρου συκιάς φυτρώνουν κάθε χρόνο παραφυάδες, τα λεγόμενα παραπούλια. Όποιος θέλει να φυτέψει νέες συκιές βγάζει τις πιο γερές παραφυάδες με τη ρίζα τους και τις φυτεύει είτε απευθείας στη γη ή μέσα σε δοχεία/ τενεκέδες για ένα χρόνο και ύστερα μεταφυτεύονται.

Συκόσπιτα
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
Τα συκόσπιτα / συκοκαλύβες / καλύβες / μαντριά είναι μονοκάμαρες κατασκευές που εντοπίζονται σε διάφορες τοποθεσίες όπως στη Μεγάλη Μαντίνεια στην Αβία Μεσσηνίας και στη Θουρία. Εκεί έμεναν οι οικογένειες των συκοπαραγωγών τους καλοκαιρινούς μήνες, από τα μέσα Ιουλίου μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου, δηλαδή όσο διαρκούσε η συγκομιδή, το λιάσιμο και το μπούρλιασμα των σύκων. Αν η τιμή των σύκων ήταν χαμηλή, η διαμονή στο συκόσπιτο παρατεινόταν ως τα τέλη Σεπτεμβρίου.
Η μοναδική κάμαρη του συκόσπιτου ήταν κατά κανόνα τετράγωνη, διαστάσεων 4x4 μ. και ύψους έως 3 μ. Ήταν κτισμένη με αργολιθοδομή και λασποκονίαμα, ενώ η κεραμοσκεπή ήταν καλαμωμένη, χωρίς ταβάνι και συνδετικό υλικό (λάσπη) για την επικόλληση των κεραμιδιών, τα οποία στηρίζονταν σε πέτρες. Το εσωτερικό του συκόσπιτου διαιρείτο σε δύο χαμηλά δώματα με ένα ξύλινο μεσοπάτωμα (πατάρι), στο οποίο ανέβαιναν με μια μικρή σκαλίτσα για να κοιμηθούν ή να μπουρλιάσουν. Το κάτω δώμα στρωνόταν με κουρασάνι, ένα μείγμα κεραμιδόσκονης, ασβέστη και χώματος, που ήταν συμπαγές και αδιάβροχο, και το χρησιμοποιούσαν ως αποθήκη. Σε έναν από τους εξωτερικούς τοίχους έφτιαχναν ένα φρατζάτο, ένα πρόχειρο καλαμένιο ή ξύλινο υπόστεγο, με κυπαρισσένιους στύλους.. Εκεί μαγείρευαν, έτρωγαν και κοιμόντουσαν, όταν η καλύβα γέμιζε σύκα. Το μαγείρεμα γινόταν σε δύο μεγάλες πέτρες, ανάμεσα στις οποίες έκαιγαν τα ξύλα, ενώ πάνω τους ακουμπούσε η χύτρα. Για καθίσματα χρησιμοποιούσαν λαξευμένους κορμούς συκιάς. Το εσωτερικό της καλύβας φωτιζόταν από την πόρτα κι από ένα-δύο μικρά παράθυρα ενώ το βράδυ χρησιμοποιούσαν λαδοφάναρα, λυχνάρια, λάμπες πετρελαίου ή ασετυλίνης, ανάλογα με την οικονομική ευχέρεια της οικογένειας.
Εχθροί & Ασθένειες
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
Οι πολύ χαμηλές και υψηλές θερμοκρασίες έχουν επιπτώσεις στην ανάπτυξη των δέντρων και των καρπών. Οι υψηλές θερμοκρασίες προκαλούν το κλούβιασμα, δηλαδή την εσωτερική κένωση του καρπού. Η μεγάλη βροχόπτωση και το χαλάζι προξενούν καταστροφές στα ώριμα σύκα, διότι ανοίγουν και σαπίζουν.
Η συκιά βάλλεται από τον κηροπλάστη (Ceroplastes rusci), έντομο που προκαλεί ψωρίαση στο δέντρο. Προσβάλει τα φύλλα, τους βλαστούς και τον καρπό και αφυδατώνει το δέντρο με αποτέλεσμα την ξήρανση του. Σημαντικός εχθρός της συκιάς είναι η μύγα της Μεσογείου (Ceratitis Capitata), η οποία γεννά αυγά μέσα στον καρπό της συκιάς με αποτέλεσμα την καταστροφή των σύκων κατά την ωρίμανση. Άλλη μία μυκητολογική ασθένεια που προσβάλλει το δέντρο είναι η σκωρίαση της συκιάς. Ο μύκητας προσβάλλει μόνο τα φύλλα και τα συμπτώματα της προσβολής συνήθως εμφανίζονται αργά το καλοκαίρι. Τέλος, σημαντική ζημιά πραγματοποιείται από διάφορα είδη πουλιών, όπως η καρακάξα και η κουρούνα, τα οποία τρυπούν τα ώριμα σύκα και τα καταστρέφουν.
Βιβλιογραφία
Ελληνόγλωσση βιβλιογραφία:
Αϊβαλιωτάκης Ν. Ε., 1942, Ο κάμπος της Μεσσηνίας και αι ορειναί λεκάναι, Αθήναι.
Βερράρου Σ. Α., 2001, ‘Εμπόριο και βιομηχανία. Πτυχές ανάπτυξης κατά τον 19ο και έως τις αρχές του 20ου αι.’, εφημερίδα «Καθημερινή», Επτά Ημέρες-Πόλεις Λιμάνια της Πελοποννήσου (18/11/01), σελ. 53-64
Βορβίλας Ι. Μ., 2008, ‘Το χρονικό της συκοπαραγωγής στη Μεσσηνία’, εφημερίδα Μεσσηνιακός Λόγος, 17 Ιουλίου 2008, σελ. 10-11
Ζαχαρόπουλος Ι. Μ., 1940, ‘Η συκιά και η φραγκοσυκιά. Ήτοι: πολλαπλασιασμός, ποικιλίες, καλλιέργεια και καταπολέμησις των ασθενειών αυτών’, Αθήναι: Ελληνική Γεωργική Εταιρεία.
Κουτσούρας Κ. Σ., 2002, ‘Η καλλιέργεια της συκιάς’, περιοδικό ‘Το χωριό μας. Κωνσταντίνοι Μεσσηνίας’, αρ. φυλ. 30, Δεκ. 2002, σελ. 2-21
Κρίμπα Β., 1916, Η φθορά της συκής εν Μεσσηνία, εν Αθήναις.
Κανάσης Ν., 1930, Η μεσσηνιακή συκή, Αθήναι: εκδόσεις Τσερώνη, σελ. 6-15
Μηλίτση-Νίκα Α., 2004, Η Μέση Εκπαίδευση στη Μεσσηνία (1833-1910). Όψεις της μεσσηνιακής κοινωνίας μέσα από την εκπαίδευση, αρ. 5, Καλαμάτα: Γ.Α.Κ. – Αρχεία Ν. Μεσσηνίας.
Μηλίτση-Νίκα Α. - Θεοφιλοπούλου-Στεφανούρη Χ., 2006, ‘Η Ντουάνα’ 1830-1930 της Καλαμάτας, αρ. 6, Καλαμάτα: Γ.Α.Κ. – Αρχεία Ν. Μεσσηνίας
Μπελίτσος Θ., 1996, ‘Τα Μαντινέϊκα συκόσπιτα’, Ιθώμη, τ. 39-40 (1996), σελ. 131-140
Νικολάου Γ., 2007, ‘Η Μεσσηνία στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και του αγώνα της ανεξαρτησίας’, στο: Τράιου Ε. (επιμ.), Μεσσηνία, τόπος, χρόνος, άνθρωποι, Εκδόσεις Μίλητος, Αθήνα, τόμ. Α΄, σελ. 191-219
Σακελλαρόπουλος Θ., 2007, ‘Οικονομία και κοινωνία στη Μεσσηνία κατά τον 19ο και 20ό αιώνα’, στο: Τράιου Ε. (επιμ.), Μεσσηνία, τόπος, χρόνος, άνθρωποι, Εκδόσεις Μίλητος, Αθήνα, τόμ. Α΄, σελ. 299-313

Διαδίκτυο:
• Συκική, http://www.sykiki.gr/index.php?option=com_content&view=category&layout=blog&id=19&Itemid=38&lang=el, τελευταία προσπέλαση 1/2/2013
• Foodbites, http://www.foodbites.eu, τελευταία προσπέλαση 04/2013
• Messinia.net.gr, ‘’ Μεσσηνία ευλογημένος τόπος’’ www.messinia.net.gr τελευταία προσπέλαση 04/2013
• Ελληνική Δημοκρατία, Περιφέρεια Πελοποννήσου, ‘Τι είναι το «ΚΑΛΑΘΙ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ»’
http://ppel.gov.gr/2011/09/ti-ine-to-kalathi-proionton- periferias-peloponnisou/ , τελευταία προσπέλαση 04/2013
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΚΛΕΙΣΙΜΟ